- εύθραυστος
- -η, -ο (ΑΜ εὔθραυστος, -ον)1. αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («σκεύη κεραμεᾱ εὔθραυστα», Πλούτ.)2. αδύνατος ή υπερβολικά λεπτός («εὔθραυστον γὰρ τὸ νέον, διὰ τὴν ἀσθένειαν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θραυστός (< θραύω «σπάζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.